- παραβάκτρος
- παραβάκτρος, ον,A near or like a staff, π. θεραπεύμασι with service as of a staff, E.Ph.1548 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] … Dictionary of Greek
παραβάκτροις — παραβάκτρος near masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)